πυγμῇ — πυγμή fist fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμή — fist fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πυγμά, Α το άκρο τού χεριού με τα δάχτυλα κλειστά προς τα μέσα, γροθιά νεοελλ. ισχύς, δύναμη, επιβολή («έδειξε πυγμή στην αντιμετώπιση τών προκλήσεων») αρχ. 1. η πυγμαχία 2. πάλη, αγώνας 3. μέτρο μήκους, από τον αγκώνα ώς την… … Dictionary of Greek
πυγμή — η 1. γροθιά. 2. μτφ., δύναμη, επιβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυγμῆι — πυγμῇ , πυγμή fist fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Кулачный бой — • Πυγμή, πυγμάχοι, πύξ, πύκται, см. Gymnasium, Гимнасий … Реальный словарь классических древностей
πυγμαῖς — πυγμή fist fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμαί — πυγμή fist fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμᾶς — πυγμή fist fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμῆς — πυγμή fist fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμήν — πυγμή fist fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)